-
1 ядерный
ядерный πυρηνικός; \ядерныйое оружие το πυρηνικό όπλο; \ядерныйые испытания οι πυρηνικές δοκιμές; \ядерный взрыв η πυρηνική έκρηξη* * *я́дерное ору́жие — το πυρηνικό όπλο
я́дерные испыта́ния — οι πυρηνικές δοκιμές
я́дерный взры́в — η πυρηνική έκρηξη
-
2 ядерный
επ.1. πυρηνικός, του πυρήνα, του κουτσιού• από κουκούτσι•-ое масло το πυρηνέλαιο•
ядерный сок ο χυμός του πυρήνα.
2. (φυσ.) της διάσπασης ή από τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου•-ое оружие πυρηνικό όπλο•
-ая энергия πυρηνική ενεργεία•
-ая физика πυρηνική φυσική•
ядерный реактор πυρηνικός αντιδραστήρας•
-ая зима πυρηνικός χειμώνας.
-
3 ядерный
ядерн||ыйприл πυρηνικός:\ядерныйая физика ἡ πυρηνική φυσική· \ядерныйое оружие τό πυρηνικό ὅπλο· \ядерный реактор ὁ πυρηνικός ἀντιδραστήρας· \ядерныйые испы^ния οἱ πυρηνικές δοκιμές. -
4 взрыв
η έκρηξηη ανατίναξηдемографический - δημογραφική/πληθυσμιακή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > взрыв
-
5 магнетон
(внесистемная единица измерения магнитного момента) η μαγνητρόνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > магнетон
-
6 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель